Super Market: Ενισχύονται οι τάσεις συγκέντρωσης
Ενισχύεται ο βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο των σούπερ μάρκετ, αφού όπως αποκαλύπτουν και τα πρόσφατα στοιχεία της κλαδικής μελέτης ICAP, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες του χώρου απορρόφησαν το 60% περίπου της συνολικής αξίας της εγχώριας αγοράς το 2014. Ενδεικτικό των τάσεων συγκέντρωσης είναι το γεγονός ότι λίγα χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 2009, αντίστοιχα οι πέντε μεγαλύτεροι «παίκτες» συγκέντρωναν περίπου το 40% της συνολικής εγχώριας αγοράς.
Η παραπάνω εξέλιξη λαμβάνει χώρα σε μία περίοδο όπου οι συνολικές πωλήσεις του κλάδου παρουσιάζουν πτωτική τάση, με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης περίπου 4% για την περίοδο 2010-2013, έπειτα από μια συνεχή αύξηση που υπήρχε κατά την προηγούμενη δεκαετία τουλάχιστον. Το σύνολο του τζίρου των σούπερ μάρκετ υπολογίζεται για το 2015 περίπου στα 7,5 δισ. ευρώ, ποσό που δεν αναμένεται να παρουσιάσει, με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον, αξιοσημείωτες μεταβολές κατά την ερχόμενη διετία.
Πιο συγκεκριμένα, συνολικά ο κλάδος φαίνεται να παρουσίασε συρρίκνωση της τάξης του 3% περίπου το 2015, μείωση αναμένεται και το 2016, αλλά σε αρκετά μικρότερο βαθμό σε σχέση με το 2015, ενώ για τα έτη 2017 και 2018 αναμένονται οριακές μεταβολές της τάξης του +/-1% ετησίως.
Οι κινήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών, η τάση συγκεντροποίησης κεφαλαίου στο συγκεκριμένο χώρο, αντικειμενική τάση γενικά σε περιόδους καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, τις οποίες θα δούμε στη συνέχεια, πραγματοποιούνται εν μέσω διαρκούς μείωσης των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών, καθώς εκτιμάται ότι η μέση μηνιαία δαπάνη για τα προϊόντα των σούπερ μάρκετ κινούταν κατά μέσο όρο στα 262 ευρώ το 2014. Ηταν μειωμένη, δηλαδή, κατά 9,7% σε σχέση με το 2013 και κατά 21,1% συγκριτικά με το 2012.
Παράλληλα με τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης και τη μείωση της αξίας του μέσου «καλαθιού» αγορών (όπως προκύπτει από σειρά στοιχείων και μελετών που έχουν δημοσιευτεί το τελευταίο διάστημα, η μέση ελληνική οικογένεια προμηθεύεται λιγότερα αλλά και φτηνότερα προϊόντα), παρατηρείται διαρκώς αυξανόμενη τάση στις πωλήσεις των λεγόμενων προϊόντων «ιδιωτικής ετικέτας». Γενικότερα, η λαϊκή οικογένεια αγοράζει ολοένα και περισσότερα τα «απαραίτητα» αγαθά με τα τρόφιμα, το εμφιαλωμένο νερό, το γάλα, κάποια ποτά να καταλαμβάνουν το 78,0% των συνολικών πωλήσεων το 2014, ενώ δεν αναμένονται σοβαρές μεταβολές στο παραπάνω ποσοστό για το 2015.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, τη διετία 2013-2014 από την επεξεργασία 42 επιχειρήσεων του κλάδου παρατηρείται αύξηση του συνολικού ενεργητικού κατά 4,2%, όπως επίσης και αύξηση κατά 3,3% των ιδίων κεφαλαίων. Οι συνολικές τους πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 1,0% και τα μικτά κέρδη κατά 3,7% την ίδια περίοδο, ενώ μεγάλη βελτίωση παρατηρείται και στο τελικό καθαρό αποτέλεσμα, το οποίο παρουσιάζει αύξηση κατά 12%. Επίσης, τα κέρδη EBITDA (κέρδη μίας επιχείρησης πριν αφαιρεθούν τόκοι, φόροι και απόσβεση) κατέγραψαν αύξηση 9,4% την ίδια περίοδο, ενώ από τις 42 εταιρείες του δείγματος, οι 35 εμφάνισαν κερδοφορία το 2014 έναντι 33 την προηγούμενη χρονιά.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεγαλύτεροι όμιλοι του κλάδου έχουν επιδοθεί σε συνεχείς κινήσεις, για να αποσπάσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από μία μειούμενη χρόνο με το χρόνο «πίτα». Προς τα τέλη της προηγούμενης χρονιάς και στις αρχές του 2016, έγιναν γνωστές δύο σημαντικές κινήσεις στον κλάδο.
Πιο συγκεκριμένα, οι «Σκλαβενίτης» και «Μαρινόπουλος» ανακοίνωσαν τη σύσταση νέας εταιρείας, η οποία θα διαχειρίζεται κατ’ αρχήν τη λειτουργία των 33 υπεραγορών, συνολικής έκτασης 160.000 τ.μ., που διαθέτει σήμερα η «Μαρινόπουλος», σε μεγάλα αστικά κέντρα και θα προχωρήσει μελλοντικά σε περαιτέρω ανάπτυξη του εν λόγω δικτύου. Στα καταστήματα αυτά απασχολούνται σήμερα περισσότεροι από 3.000 εργαζόμενοι και ο κύκλος εργασιών τους έφτασε το 2015 στα 325 εκατ. ευρώ περίπου.
Η συμφωνία τελεί υπό την έγκριση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός διμήνου από την επίσημη ανακοίνωσή της, ενώ πληροφορίες που κυκλοφορούν σημειώνουν ότι πρόκειται για το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση «ενίσχυσης της συνεργασίας» των δύο ομίλων το επόμενο διάστημα.
Στο μεταξύ, ολοκληρώθηκε και η εξαγορά της «Βερόπουλος» από τη «Metro» με τη δημιουργία ενός δικτύου 280 καταστημάτων, ετήσιο τζίρο άνω του ενός δισ. ευρώ και 9.000 εργαζόμενους, που σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις αναμένεται να ανέλθουν σε 10.000. Ωστόσο, σε πρώτη φάση η εξαγορά αυτή θα επιφέρει το κλείσιμο 19 μικρών καταστημάτων της «Βερόπουλος», με τους εργαζόμενους σε αυτά να μεταφέρονται σε άλλα καταστήματα της νέας εταιρείας.
Ακρως ενδεικτική για τον οξύτατο ανταγωνισμό που αναπτύσσεται μεταξύ των ισχυρότερων ομίλων του κλάδου είναι η πρόσφατη δήλωση υψηλόβαθμου στελέχους της «Metro», με αφορμή την ολοκλήρωση της συμφωνίας εξαγοράς της «Βερόπουλος», σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει άλλος χώρος στην αγορά για την είσοδο νέων ”παικτών”», ενώ προέβλεψε ότι θα υπάρξει κλείσιμο καταστημάτων πανελλαδικά.
Οι κινήσεις, όπως όλα δείχνουν, δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, αφού σίγουρα οι μεγάλοι ανταγωνιστές των παραπάνω ετοιμάζουν τις κινήσεις τους για την ισχυροποίησή τους, σε μια αγορά που παρά την πτώση που καταγράφει στα συνολικά της μεγέθη, αποφέρει τεράστια κέρδη και μάλιστα ενισχυμένη σε σχέση με παλιότερα χρόνια στους ισχυρότερους ομίλους.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η παραπάνω διαδικασία δεν πρόκειται να επιφέρει μείωση των τιμών για το «καλάθι της νοικοκυράς», όπως υποστηρίζουν οι ιδεολογικοί απολογητές του συστήματος, κατά το γνωστό «αφήγημα» περί ανταγωνισμού που στο τέλος ωφελεί τον καταναλωτή. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες που δημιουργήθηκαν οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, κάθε άλλο παρά μειώθηκε το κόστος των τροφίμων και των άλλων ειδών πρώτης ανάγκης. Αντίθετα, χρόνο με το χρόνο αυτά απορροφούν ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του λαϊκού εισοδήματος, την ίδια στιγμή που τα κέρδη των μονοπωλιακών ομίλων του χώρου ενισχύονται σταθερά. Αλλωστε και εν μέσω κρίσης, οι τιμές σε πολλά προϊόντα διατροφής και άλλα είδη πλατιάς κατανάλωσης που πωλούν τα σούπερ μάρκετ έχουν αυξηθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά διαστήματα, για να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν πελατεία, τζίρους, άρα και κέρδη, καταφεύγουν στις προσφορές.
Επίσης, οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ καθόλου δεν θα πρέπει να καθησυχάζονται από τις επίσημες ανακοινώσεις ότι δεν θα μειωθούν οι θέσεις εργασίας και δεν θα θιγούν τα εργασιακά τους δικαιώματα. Η ένταση του ανταγωνισμού στον κλάδο θα έχει επίπτωση και στα ωράρια εργασίας τους (τα οποία ήδη είναι εξαντλητικά) και στους μισθούς τους, στις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, ακόμη και σε μειώσεις προσωπικού, δηλαδή απολύσεις, συνολικά στα εργασιακά τους δικαιώματα. Είναι όλοι αυτοί οι παράγοντες οι σχετικοί με την αφαίρεση δικαιωμάτων, που συμβάλλουν στην αύξηση κερδών. Οπως βεβαίως και η μείωση της τιμής αγοράς των εμπορευμάτων που πωλούν τα σούπερ μάρκετ, αντικειμενική τάση σε συνθήκες κρίσης. Τέτοιες γενικά συμφωνίες συνάπτουν, που τους μεγαλώνουν τα περιθώρια κέρδους. Γι’ αυτό και ενώ έχουν μικρότερο τζίρο, έχουν αύξηση κερδών. Μέσα στα χρόνια της κρίσης, και στα σούπερ μάρκετ είχαμε και απολύσεις και μειώσεις μισθών και ευελιξία και εντατικοποίηση δουλειάς. Επομένως, σε αυτό το πλαίσιο που διαμορφώνεται στον κλάδο τους, θα πρέπει και οι ίδιοι να αρχίσουν να λαμβάνουν τα μέτρα τους, να βρίσκονται δηλαδή σε αγωνιστική ετοιμότητα για να αντιμετωπίσουν την όποια επίθεση των εργοδοτών τους, να πυκνώνουν τις γραμμές των ταξικών συνδικάτων του κλάδου, που ανήκουν στη δύναμη του ΠΑΜΕ, να συσπειρωθούν στην αντικαπιταλιστική γραμμή πάλης. Και ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα συμπόρευσης με το ΚΚΕ, ενίσχυσής του στον αγώνα για αλλαγή τάξης στην εξουσία και όχι κόμματος ή κομμάτων στην κυβέρνηση, για να ανοίξει οριστικά ο δρόμος και της δικής τους ευημερίας.
Πηγή: Ριζοσπάστης