Το χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα
Πριν περίπου 10 μέρες, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έφερε στη Βουλή, σαν τον κλέφτη, με τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο, τη νομοθετική ρύθμιση για την επιβολή νέων εμποδίων στην κήρυξη απεργίας, υλοποιώντας την πάγια αξίωση του κεφαλαίου για τη λήψη μέτρων που οδηγούν στο ξήλωμα του απεργιακού δικαιώματος.
Ανταποκρινόμενα στο κάλεσμα του ΠΑΜΕ, συνδικάτα και εργαζόμενοι αντέδρασαν άμεσα, κινητοποιήθηκαν μαχητικά στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, καταγγέλλοντας το νέο αντεργατικό χτύπημα που βάζει στο στόχαστρο τα επιχειρησιακά και τα κλαδικά συνδικάτα, συνολικά τη συλλογική δράση και οργάνωση των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση απέσυρε προσωρινά την τροπολογία, ξεκαθαρίζοντας ότι θα την επαναφέρει σε άλλο νομοσχέδιο, συνεχίζοντας έτσι το αντιλαϊκό έργο και τους αντιαπεργιακούς νόμους των προηγούμενων κυβερνήσεων του κεφαλαίου.
Από το 1974, δυο είναι οι βασικοί νόμοι για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, που ο ένας αντικατέστησε τον άλλο. Πρόκειται για το νόμο 330/1976 της κυβέρνησης της ΝΔ, ή αλλιώς «νόμος Λάσκαρη» (ο τότε υπουργός Εργασίας), ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την περίφημη δήλωσή του στη Βουλή, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου: «Δε θα επιτρέψω την πάλη των τάξεων» (!) είχε πει, εκφράζοντας με απόλυτη σαφήνεια τους αντεργατικούς στόχους του νόμου… Ο άλλος είναι ο νόμος 1264/82, που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και ισχύει μέχρι σήμερα, ενώ ένα χρόνο μετά, η ίδια κυβέρνηση έφερε το άρθρο 4 του νόμου 1365/83, το οποίο χαρακτηρίστηκε και «απεργοκτόνο».
Σήμερα, μέρα πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας, ο «Ριζοσπάστης» θυμίζει τις βασικότερες διατάξεις των παραπάνω νόμων, τη στάση του ΚΚΕ και τους σημαντικούς αγώνες του εργατικού κινήματος, όπως αυτά καταγράφηκαν μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας τα χρόνια εκείνα. Ακόμα και από αυτήν τη σύντομη παρουσίαση των γεγονότων, δεν περνούν απαρατήρητες οι αναλογίες, τότε και σήμερα, στα προπαγανδιστικά κόλπα που χρησιμοποιούν το κεφάλαιο, οι κυβερνήσεις και τα άλλα αστικά επιτελεία για να «νομιμοποιήσουν» τις αντεργατικές πολιτικές.
Κατ’ εντολή των βιομηχάνων…
Πριν την παρουσίαση του νόμου 330/1976, ο τότε Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων έδωσε συνέντευξη Τύπου (5/3/1976), ζητώντας από την κυβέρνηση να πάρει θέση «για τις απεργίες που εκδηλώνονται και για τις μισθολογικές απαιτήσεις που διατυπώνονται». Η απαίτηση αυτή στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι οι βιομήχανοι δεν έχουν κέρδη, ενώ κάνουν επενδύσεις! Οπως σημείωνε τότε στο πρωτοσέλιδο ο «Ριζοσπάστης», «στην ουσία ζήτησαν να χτυπηθούν οι απεργίες και οι εργατικές κινητοποιήσεις», με στόχο τη διατήρηση και την αύξηση της κερδοφορίας τους.
Η ανταπόκριση της κυβέρνησης της ΝΔ στις απαιτήσεις του κεφαλαίου είναι άμεση. Μόλις έξι μέρες μετά, στις 11/3/1976, ο υπουργός Συντονισμού, μιλώντας σε συνεστίαση επιστημόνων, δηλώνει πως «δε θα επιτρέψει την κατάχρηση των ελευθεριών (σ.σ. των συνδικαλιστικών) εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Κατάχρηση που εκδηλώνεται τελευταία με ένα κύμα αδικαιολόγητων απεργιακών και άλλων διαλυτικών, της κοινωνικής συνοχής, εκδηλώσεων».
Οσο για τα κέρδη που… δεν είχαν οι βιομήχανοι, την απάντηση έδινε τότε σε ανακοίνωσή της η ΕΣΑΚ, στην οποία αναφέρει πως την περίοδο της χούντας το κεφάλαιο αυγάτισε τα κέρδη του κατά 588%, από το 1968 έως το 1973, ενώ μόνο την περίοδο 1971 – 1974 παρουσίασε κέρδη 20 δισ. δραχμών. «Την ίδια αυτή χρονική περίοδο», ανέφερε η ΕΣΑΚ, «το πραγματικό μεροκάματο και οι μισθοί των εργατών ουσιαστικά εξανεμίζονται από τον πληθωρισμό»!
Στην αντίπερα όχθη, η όξυνση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι γεννά σωρεία αντιδράσεων, παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν και τότε στο κίνημα. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, το 1975 έγιναν 2.381 κινητοποιήσεις (απεργίες, στάσεις εργασίας, πορείες κ.ά.). Το πρώτο δίμηνο του 1976 είχαν γίνει ήδη 358 κινητοποιήσεις, ενώ σε άλλη καταγραφή ο αριθμός των απεργών το πρώτο τρίμηνο ανέρχεται στις 320.000. Βασικά αιτήματα ήταν η αύξηση μισθών και συντάξεων, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, να σταματήσει η αυθαιρεσία των απολύσεων. Αυτήν την ορμή του κινήματος, που έβγαινε με διεκδικήσεις από την επταετία της χούντας, ήθελε να φρενάρει με κατασταλτικά μέτρα η τότε κυβέρνηση της ΝΔ, για να διασφαλίσει τα συμφέροντα και την κερδοφορία του κεφαλαίου στις νέες συνθήκες.
Ο «νόμος Λάσκαρη»
Δεν περνά ούτε μήνας από τη συνέντευξη του ΣΕΒ και ο υπουργός Εργασίας, Λάσκαρης, καταθέτει στις 29/3/1976 το σχετικό νομοσχέδιο, που σε αδρές γραμμές έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Η δράση του εργατικού κινήματος μπλοκάρεται στο μηχανισμό της διαιτησίας, τον οποίο πρέπει να ακολουθήσει αναγκαστικά για να μπορεί να κηρύξει απεργία, οι απεργοί απειλούνται με απολύσεις και ποινές, κατοχυρώνονται η απεργοσπαστική δράση και το «λοκ άουτ». Ακόμη, απαγορεύει τις απεργίες αλληλεγγύης και κάθε άλλη απεργιακή κινητοποίηση που δεν στρέφεται κατά του συγκεκριμένου εργοδότη και δεν περιορίζεται σε καθαρά μισθολογικά αιτήματα. Υποχρεώνει τους εργαζόμενους στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και στους Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας να γνωστοποιούν τα αιτήματά τους 15 μέρες πριν από την κήρυξη της απεργίας. Χαρακτηρίζονται παράνομες όσες απεργίες δεν κηρύσσονται από τα επίσημα «επαγγελματικά σωματεία».
Σε ανακοίνωσή της, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ στις 3 Απρίλη επισημαίνει πως το νομοσχέδιο «καταργεί ουσιαστικά το δικαίωμα της απεργίας, κατοχυρώνει την ανταπεργία της εργοδοσίας και δεν προστατεύει τις συνδικαλιστικές ελευθερίες».
Σε ανάλυση που γίνεται στις σελίδες του «Ριζοσπάστη», αναφέρεται: «Πολλές διατάξεις είναι ίδιες, σε μεγάλο βαθμό, με το χουντικό σχέδιο Κώδικας Εργασίας. Το άρθρο 33 αφαιρεί από τους εργάτες που δεν έχουν σωματείο το δικαίωμα να απεργήσουν (…) η απεργία επιτρέπεται μόνο για οικονομικά και εργασιακά εν γένει συμφέροντα» (28/4/1976).
Υστερα από τις αντιδράσεις των συνδικάτων, το νομοσχέδιο αποσύρεται προσωρινά, όμως έρχεται για συζήτηση στη Βουλή στις 24 Μάη. Ολα τα κόμματα της αντιπολίτευσης δήλωσαν την αντίθεσή τους, όπως και τα εργατικά συνδικάτα, πλην της κυβερνητικής διοίκησης της ΓΣΕΕ, η οποία περιορίστηκε να προτείνει ορισμένες δευτερεύουσας σημασίας τροποποιήσεις.
Τα συνδικάτα αποφασίζουν 48ωρη πανελλαδική απεργία. Στις 25 Μάη, δεύτερη μέρα της απεργίας, οι δυνάμεις καταστολής οργιάζουν. Μία από τις «αύρες» (θωρακισμένο όχημα) που κυνηγούσε τους απεργούς συνθλίβει μια 66χρονη. Τραυματίζονται 75 απεργοί και γίνονται 100 συλλήψεις. Αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, που έγινε ο νόμος 330/1976, και στις επόμενες δέκα σχεδόν μέρες, ο «Ριζοσπάστης» καταγράφει 150 απολύσεις συνδικαλιστών, που έγιναν με τη χρήση του νόμου…
Το «καρότο» του 1264/82 και τα παζάρια στις πλάτες των εργαζομένων
Αν ο νόμος 330/1976 ήταν το «μαστίγιο», τότε ο νόμος 1264/1982 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ μπορεί να ιδωθεί σαν το «καρότο» για τους εργαζόμενους και το συνδικαλιστικό κίνημα. Είναι η περίοδος που η σοσιαλδημοκρατία παίρνει τη σκυτάλη στη διακυβέρνηση και ταυτόχρονα την ευθύνη να πάρει μέτρα υποταγής του εργατικού κινήματος στις νέες συνθήκες της αστικής διαχείρισης.
Ετσι, ο συγκεκριμένος νόμος, από τη μια, κατοχύρωνε μια σειρά συνδικαλιστικές ελευθερίες – και αυτό κάτω από την πίεση και τους αγώνες των εργαζομένων – και, από την άλλη, έθετε μια σειρά σημαντικούς περιορισμούς στην άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, αναπαρήγαγε τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις νέες συνθήκες, έθετε τους όρους δημιουργίας ενός στρώματος εργατικής αριστοκρατίας, που έπαιξε όλα τα επόμενα χρόνια το ρόλο του «Δούρειου Ιππου» σε βάρος των συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Στις 31/3/1982 ο υπουργός Εργασίας, Απ. Κακλαμάνης, κατέθεσε το νομοσχέδιο στη Βουλή. Στην αρχική του εκδοχή έδινε τη δυνατότητα δημιουργίας πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων και με κάτω από 50 εργαζόμενους, καθιέρωνε την απλή αναλογική, όχι όμως και στη δεύτερη κατανομή, διεύρυνε το δικαίωμα της απεργίας. Επίσης, καταργούσε το «λοκ άουτ» και το δικαίωμα των εργοδοτών να καταφύγουν σε ασφαλιστικά μέτρα κατά της απεργίας, απαγόρευε την πρόσληψη απεργοσπαστών, επέβαλλε επαναπρόσληψη όσων είχαν απολυθεί για συνδικαλιστική δράση με το νόμο 330/1976 κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΣΕΒ απέστειλε έγγραφο στις επιχειρήσεις, με το ερώτημα ποιες θα είναι οι συνέπειες αν επιβληθεί η επαναπρόσληψη των απολυμένων. Σε δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» (1/6/1982) επισημαίνεται ότι «οι 50 βιομηχανίες που έχουν απαντήσει, αναφέρουν ότι οι απολυμένοι εργαζόμενοι σ’ αυτές φτάνουν τις 3.000»!
Η κριτική που ασκήθηκε εξαρχής στο νομοσχέδιο ήταν πως δεν διεύρυνε στον επιθυμητό βαθμό τη συνδικαλιστική προστασία, όχι μόνο των συνδικαλιστών, αλλά και των εργαζομένων. Δεν παρεχόταν, για παράδειγμα, συνδικαλιστική προστασία στις εργοστασιακές, σωματειακές και απεργιακές επιτροπές. Εξαιρούσε από την ισχύ του τους ναυτεργάτες και άλλους κλάδους των εργαζομένων.
Παράλληλα με το νομοσχέδιο αυτό, ξεκίνησε η συζήτηση για ένα άλλο νομοσχέδιο, για την παροχή επενδυτικών κινήτρων στο κεφάλαιο. Μεταξύ αυτών ήταν η δωρεάν επιδότηση της επένδυσης από 10% έως 50%, η επιδότηση επιτοκίου των δανείων που παίρνουν οι επιχειρηματίες από τις τράπεζες. Εναλλακτικά, προβλεπόταν οι επιχειρηματίες να επιλέξουν τις αφορολόγητες εκπτώσεις μέχρι και 90% των χρονιάτικων καθαρών κερδών τους και μέχρι και 70% της αξίας των επενδύσεών τους κ.ά.
Οι μεγαλοεπιχειρηματίες πίεζαν να ψηφιστεί πρώτα το νομοσχέδιο για τα κίνητρα και μετά να συζητηθεί αυτό για το συνδικαλισμό, σε ένα προφανές παζάρι στις πλάτες των εργαζομένων, με παράλληλο στόχο να αλλάξει το δεύτερο προς το χειρότερο.
Το νομοσχέδιο για το συνδικαλισμό μπήκε για συζήτηση στη Βουλή στις 2 Ιούνη. Προηγουμένως είχε παρουσιαστεί από τον υπουργό Προεδρίας, Μ. Κουτσόγιωργα, τροπολογία για την κατάργηση του νόμου που στραγγάλιζε τις συνδικαλιστικές ελευθερίες στο Δημόσιο. Με την ίδια τροπολογία κατοχυρωνόταν το δικαίωμα στην απεργία, καταργούνταν η ποινικοποίηση της απεργίας και τα ασφαλιστικά μέτρα κ.ά. Ωστόσο, δεν δινόταν το δικαίωμα για ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, εξαιρούταν το Δημόσιο από την απαγόρευση του «λοκ άουτ» κ.ά.
Το ΚΚΕ, στη συζήτηση του νομοσχεδίου, κατέθεσε μια σειρά τροπολογίες προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις. Η κυβέρνηση όχι μόνο τις απέρριψε στο σύνολό τους, αλλά κατηγόρησε το ΚΚΕ για σύμπλευση με τη ΝΔ! Τελικά, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε χειρότερο από την αρχική του μορφή. Χαρακτηριστικό ήταν ότι πάρθηκε πίσω η διάταξη που επέτρεπε τη λεγόμενη «πολιτική απεργία», το «λοκ άουτ» μπήκε από το παράθυρο του Αστικού Κώδικα, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν καταργήθηκαν κ.ά.
Στην ψηφοφορία στις 17/6/1982, το ΚΚΕ ψήφισε «παρών», σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, σε δημόσια δήλωσή του: «Στη συζήτηση κατ’ άρθρον, ενώ δεν έγιναν δεχτές οι τροπολογίες που πρόβλεπαν τη βελτίωσή του, προστέθηκαν ή έγιναν δεκτές άλλες τροπολογίες που και το θετικό χαρακτήρα άλλων αρχικών διατάξεων υπονομεύουν και τα δικαιώματα εργαζομένων φαλκιδεύουν. Η προσθήκη της 24ωρης υποχρεωτικής προειδοποίησης του εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα, η ουσιαστική κατάργηση στην πράξη της δυνατότητας να κηρύσσουν απεργία οι δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις, η διατήρηση στην πράξη της δυνατότητας του “λοκ άουτ” υπέρ της εργοδοσίας είναι σοβαρότατες υπαναχωρήσεις σε βάρος του εργατικού κινήματος…».
Το «απεργοκτόνο» άρθρο 4
Το Μάη του 1983, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φέρνει νομοσχέδιο ως «κατεπείγον», με τον παραπλανητικό τίτλο «Κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας». Ενα προπαγανδιστικό κόλπο, για να κρυφτεί ο πραγματικός στόχος του νομοσχεδίου, η ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας…
Ο νόμος 1365, όπως τελικά ψηφίστηκε τον Ιούνη του 1983, παρά τις μαζικότατες αντιδράσεις συνδικάτων και εργαζομένων, προέβλεπε ότι για να μπορέσει να κηρύξει απεργία ένα πρωτοβάθμιο σωματείο, απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών. Την ίδια ώρα, έδινε τη δυνατότητα σε μόλις το 10% των μελών ενός πρωτοβάθμιου σωματείου να ζητήσει τη σύγκληση γενικής συνέλευσης προκειμένου να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει σε απεργία που έχει κηρύξει ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο. Η απόφαση για συμμετοχή θα έπρεπε να ληφθεί με το ίδιο κριτήριο της απόλυτης πλειοψηφίας. Ετσι, ένα πρωτοβάθμιο σωματείο, για να κηρύξει απεργία, έπρεπε να έχει το 50% συν 1 ψήφο των εγγεγραμμένων μελών, ενώ έφτανε μόλις το 10% των μελών για να ματαιώσει συμμετοχή σε απεργία που έχει κηρύξει ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο.
Η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορούσε επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και, σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις, περίπου 250.000 εργαζόμενους. Τέτοιες επιχειρήσεις ήταν τράπεζες (Εθνική, Εμπορική, Ιονική – Λαϊκή, Πίστεως κ.ά.), αστικές συγκοινωνίες, σιδηρόδρομοι, Ολυμπιακή Αεροπορία, ΔΕΗ, Επιχείρηση Φωταερίου, ΟΤΕ, Ελληνικά Ταχυδρομεία, ΕΥΔΑΠ και πολλές ακόμα επιχειρήσεις που τότε ήταν στο Δημόσιο.
Την κατάθεση του νομοσχεδίου στις 20/5/1983 ακολούθησαν μαζικότατες αντιδράσεις από τα συνδικάτα και το ΚΚΕ. Την ίδια μέρα έγινε μεγάλη συγκέντρωση χιλιάδων εργαζομένων στην Αθήνα, ενώ συγκέντρωση έγινε και στον Πειραιά. Το Σάββατο έγιναν μαζικές συγκεντρώσεις σε Θεσσαλονίκη και Ελευσίνα, ενώ η κυβέρνηση ανήγγειλε ότι θα περάσει ως «κατεπείγον» το νομοσχέδιο από την κοινοβουλευτική επιτροπή. Πρακτικά, από τη μέρα κατάθεσης μέχρι και τη μέρα ψήφισης του νομοσχεδίου, γίνονταν καθημερινά πλήθος απεργιών και συγκεντρώσεων από πολλούς κλάδους και σε πολλές περιοχές της χώρας. Στις 2 Ιούνη οργανώνεται πανελλαδική πανεργατική απεργία, ενώ στη Βουλή ολοκληρώνεται η συζήτηση και γίνεται ψηφοφορία κατά άρθρο. Το ΚΚΕ, για να μη νομιμοποιήσει το αντεργατικό έκτρωμα, αποχώρησε από τη Βουλή πριν αρχίσει η συζήτηση του συγκεκριμένου άρθρου. Εχουν αναγγελθεί συγκεντρώσεις σε τουλάχιστον 22 πόλεις. Στην Αθήνα γίνεται το απόγευμα μεγάλη συγκέντρωση στα Χαυτεία, ακολουθεί πορεία στη Βουλή. Νωρίτερα, το πρωί, χιλιάδες οικοδόμοι γεμίζουν τους δρόμους της Αθήνας με συνθήματα όπως «ΤΟ ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ ΜΕ ΑΙΜΑ – Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ»!
«Η εργατιά δεν είναι μειοψηφία – Κάτω τα χέρια από την απεργία»
Στο πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» την επομένη της μεγάλης απεργίας και της ψήφισης του νομοσχεδίου, δεσπόζουν οι φωτογραφίες με τη μαζικότατη απεργιακή πορεία στην Αθήνα και οι τίτλοι: «Ο ΛΑΟΣ ΘΑ ΤΟ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ» και «Οι εργαζόμενοι καταψήφισαν το άρθρο 4».
Το ρεπορτάζ με τον τίτλο «Στην πύλη της φάμπρικας» και τον πλάγιο «Για την περιφρούρηση του απεργιακού δικαιώματος» ξεκινά με τη φράση: «”Σήμερα ψηφίζεται στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που απαγορεύει ουσιαστικά το δικαίωμα στην απεργία. Εμείς δεν πρέπει να επιτρέψουμε να περάσει. Ολοι στην 24ωρη Πανελλαδική απεργία!” Λίγο πριν τις 6 το πρωί, έξω από την πύλη της ΤΡΙΟΥΜΦ. Ο απόηχος της φωνής που στέλνει με τον τηλεβόα η νεαρή εργάτρια απλώνεται στο “γκέτο” και στα γύρω εργοστάσια. Οι συναδέλφισσές της παραπέρα, ορθώνουν τις πικέτες με τα συνθήματα: “Η εργατιά δεν είναι μειοψηφία, κάτω τα χέρια από την απεργία!”. Κοπέλες 18, 19 και 20 χρόνων, (…) δίνουν τη μάχη της απεργίας. Δεν τους φοβίζει ούτε η “διακριτική παρουσία της αστυνομίας” ούτε το άγρυπνο μάτι των λακέδων των Γερμανών εργοδοτών.
(…) Το ένα μετά το άλλο φτάνουν στις 7 ακριβώς στο εργοστάσιο τα πούλμαν που μεταφέρουν το προσωπικό της ΚΟΚΑ-ΚΟΛΑ. Ο τηλεβόας μεταδίδει ασταμάτητα: “Δεκαπέντε ομοσπονδίες, 25 εργατικά κέντρα, 60 πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις καλούν στην απεργία, τη συγκέντρωση και πορεία στη Βουλή”.
(…) Στο δρόμο της επιστροφής, 30 περίπου νέες κοπέλες που είναι συγκεντρωμένες σε κάποιο σημείο της λεωφόρου Ιωνίας μας “αναγκάζουν” να κάνουμε στάση. Είναι η πλειοψηφία των εργαζομένων στην καλτσοβιομηχανία ΜΑΛΕΡΟΥ που απεργούν και κατευθύνονται στο παράρτημα του Συνδικάτου Κλωστοϋφαντουργών για να γίνουν μέλη του. “Το απόγευμα όλες θάμαστε στη συγκέντρωση”, λένε ομόφωνα».
Ο νόμος ψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ, έχοντας την πολιτική στήριξη της ΝΔ, η οποία δήλωσε: «Εμείς θα πειθαρχήσουμε στο νόμο» και κάλεσε την κυβέρνηση να τον επεκτείνει και στον ιδιωτικό τομέα. Ο τότε υπουργός Εργασίας, Ευ. Γιαννόπουλος, απευθυνόμενος στην εργατική τάξη, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά για λογαριασμό της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ: «Θα το φάτε και θα πείτε κι ένα τραγούδι»! Ομως, τα συνδικάτα τον διέψευσαν, καθώς τον ακύρωσαν στην πράξη και τελικά καταργήθηκε και τυπικά με το νόμο 1766/1988.
Πηγή: Ριζοσπάστης