Η Δικαιοσύνη ζητά να υπαγορεύει τα καταστατικά και τα αιτήματα των σωματείων
«Προσάναμμα» για να καούν τα συνδικαλιστικά δικαιώματα στη διαπραγμάτευση κυβέρνησης – κουαρτέτου είναι η νομολογία που δημιουργούν οι δικαστικές αποφάσεις για το συνδικαλιστικό κίνημα
Με μια απαράδεκτη και επικίνδυνη απόφαση σε βάρος του συνδικαλιστικού κινήματος, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάσισε πριν από λίγες μέρες να ακυρώσει το 29ο Συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (ΕΚΑ) και να αναστείλει τις αποφάσεις του. Με ένα απαράδεκτο σκεπτικό υπέρ των ασφαλιστικών μέτρων του σωματείου της Alpha Bank, η δικαστής διατύπωσε τον ανυπόστατο ισχυρισμό ότι δεν προβλέπεται στο καταστατικό του ΕΚΑ αποκλεισμός αντιπροσώπων λόγω παρατυπιών στις αρχαιρεσίες που τους ανέδειξαν.
Υπενθυμίζεται ότι το 29ο Συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (ΕΚΑ), που έγινε στα τέλη Μάη, είχε αποκλείσει ομόφωνα το σωματείο εργαζομένων στην Alpha Bank, καθώς η διοίκηση του σωματείου δεν είχε τηρήσει τις προβλεπόμενες από το καταστατικό του ΕΚΑ διαδικασίες. Συγκεκριμένα, εμφάνιζε ψηφίσαντες για την Αθήνα απ’ όλη την Ελλάδα και μάλιστα χωρίς τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα. Επιπλέον, έχοντας τις πλάτες των τραπεζιτών και του κράτους, αρνούνταν να προσκομίσει και οποιοδήποτε στοιχείο για τους ψηφίσαντες που παρουσίαζε.
Το σωματείο, με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, στράφηκε κατά της απόφασης του Συνεδρίου και το δικαστήριο την έκανε δεκτή, προσθέτοντας μάλιστα: «Ο έλεγχος του κύρους των κάθε φύσεως εκλογών των οργάνων σωματείων απόκειται στη δικαιοδοτική κρίση των Δικαστηρίων και όχι των Διοικητικών Συμβουλίων ή Γενικών Συνελεύσεων (σ.σ. στη συγκεκριμένη περίπτωση ως γενική συνέλευση θεωρείται το Συνέδριο του ΕΚΑ) των υπερκείμενων οργανώσεων, τα οποία δεσμεύονται από το εκλογικό αποτέλεσμα των αρχαιρεσιών της πρωτοβάθμιας οργάνωσης – μέλους της, που αφορά την εκλογή των αντιπροσώπων τους για τα συνέδρια των τελευταίων».
Με την απόφασή του, το Πρωτοδικείο δεν αναγνωρίζει στα συνδικάτα το δικαίωμα να ελέγχουν το κατά πόσο τηρούνται οι καταστατικές διαδικασίες που αφορούν, έτσι ή αλλιώς, στη συγκρότηση των οργάνων τους. Μια άμεση συνέπεια αυτής της απόφασης είναι η εξής: Κάθε σωματείο που θα εξασφαλίζει μια υπογραφή του δικαστικού αντιπροσώπου στο πρακτικό των αρχαιρεσιών τους, θα μπορεί ανεξέλεγκτα να συμμετέχει στα συνέδρια των δευτεροβάθμιων οργάνων και να διαμορφώνει συσχετισμούς, ακόμα κι αν οι εκλογές του έγιναν με παράνομους, νόθους, ή παράτυπους τρόπους.
Τα παραδείγματα τέτοιων αρχαιρεσιών είναι ανεξάντλητα και η επίδρασή τους φτάνει μέχρι και στην αποτύπωση των συσχετισμών στο επίπεδο της ΓΣΕΕ. Αν, μάλιστα, τα καταστατικά των σωματείων γίνονται κουρελόχαρτο μπροστά στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι ο έλεγχος της διαδικασίας νομιμοποίησης των αντιπροσώπων σ’ ένα συνέδριο, τι εμποδίζει τη Δικαιοσύνη και τους εργατοπατέρες να επικαλεστούν την ίδια απόφαση για άλλα ζητήματα που αφορούν την καταστατική και εσωτερική λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων;
Η απόφαση για το ΕΚΑ είναι η πιο «κραγμένη» σε ό,τι αφορά την ωμή παρέμβαση του αστικού κράτους και της Δικαιοσύνης στο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά δεν είναι η μοναδική. Δεν μιλάμε, βέβαια, μόνο για τις χιλιάδες αποφάσεις των δικαστηρίων που κρίνουν παράνομες και καταχρηστικές εννιά στις δέκα απεργίες, ή για τις καταδικαστικές αποφάσεις που βαραίνουν πολλούς συνδικαλιστές για την πρωτοπόρα δράση τους, ιδιαίτερα μέσα από τις γραμμές του ταξικού κινήματος.
Ούτε, βέβαια, μιλάμε μόνο για τις αποφάσεις δικαστηρίων παραμονές συνεδρίων μεγάλων Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων, που κάνουν δεκτές τις προσφυγές σωματείων με καταφανέστατες νόθες και παράνομες διαδικασίες στην εκλογή των αντιπροσώπων τους, «σφραγίζοντας» έτσι τους συσχετισμούς.
Λόγος γίνεται για τις αποφάσεις εκείνες που διαμορφώνουν ισχυρή νομολογία σε βάρος της καρδιάς των εργατικών δικαιωμάτων και διεκδικήσεων, ώστε στη συνέχεια να είναι ευκολότερο για την εργοδοσία και το κράτος της να τα αμφισβητήσουν και κάτω από τον αρνητικό συσχετισμό να τα συντρίψουν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόφαση που πήρε το Πρωτοδικείο Αθηνών το Δεκέμβρη του 2005, κρίνοντας παράνομες και καταχρηστικές τις απεργιακές κινητοποιήσεις (4ωρες στάσεις εργασίας ανά βάρδια) που έκαναν τότε οι εργαζόμενοι στη «Σόφτεξ», απαιτώντας το σταμάτημα των απολύσεων και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Τόσο το σκεπτικό της απόφασης, όσο και η απαγόρευση στο σωματείο να προχωρήσει ξανά σε κινητοποιήσεις της ίδιας μορφής και με παρεμφερή αιτήματα (!), συνιστά χτύπημα στο ίδιο το δικαίωμα στην απεργία.
Γράφει η απόφαση του δικαστηρίου: «Σε ό,τι αφορά τώρα τα απεργιακά αιτήματα που προτάθηκαν κατά τη διάρκεια των επίμαχων απεργιακών κινητοποιήσεων για μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, νομοθέτηση 7ωρου και εβδομαδιαίου 35ωρου και αύξηση των ελαχίστων νομίμων αποδοχών, τα αιτήματα αυτά παρίστανται καταχρηστικά και εκ τούτου παράνομα, καθόσον η ικανοποίηση των αιτημάτων εξαρτάται από κρατική εξουσία και όχι από την ενάγουσα (δέκτη απεργίας)».
Δηλαδή, η Δικαιοσύνη μπαίνει στην ουσία των εργατικών διεκδικήσεων και μ’ αυτό το κριτήριο αποφαίνεται για τη «νομιμότητα» του απεργιακού αγώνα. Το επόμενο βήμα θα είναι να ζητούν τα δικαστήρια προκαταβολικά τη λίστα με τα αιτήματα των κινητοποιήσεων, προκειμένου να τα εγκρίνουν και να επιτρέψουν να γίνει η απεργία! Δηλαδή, εκτός από τα καταστατικά, όπως έγινε στην περίπτωση του ΕΚΑ, η αστική Δικαιοσύνη στην περίπτωση της «Σόφτεξ» ζητάει να υποκαταστήσει και τις συλλογικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι εργαζόμενοι αποφάσιζαν τα αιτήματά τους και συζητούσαν για την εξέλιξη του αγώνα τους.
Πέρα από αυτό, το φιρμάνι του δικαστηρίου έκρινε παράνομη την αγωνιστική διεκδίκηση αιτημάτων όπως 7ωρο – 5θήμερο – 35ωρο, 1.300 βασικό μισθό, σύνταξη στα 60 για τους άνδρες και στα 55 για τις γυναίκες, με την αιτιολογία ότι τέτοιου είδους αιτήματα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από την εργοδοσία, αλλά μόνο από την κρατική εξουσία, και κατά συνέπεια μπορούν να αποτελούν το διεκδικητικό πλαίσιο μιας πολιτικής μόνο απεργίας! Με άλλα λόγια, η ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να αποτελεί αίτημα μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης και να την διεκδικεί με όλες τις μορφές, και με απεργία.
Τέλος, η ίδια απόφαση δεν διστάζει να κρίνει παράνομο και καταχρηστικό ακόμα και το αίτημα των εργαζομένων για ανάκληση των απολύσεων «και για το λόγο ότι αποβλέπει σε εξαναγκασμό της ενάγουσας για εξώδικη επίλυση νομικής διαφοράς κατά παραγκωνισμό των δικαστηρίων, πέραν της παρανομίας του αιτήματος αυτού εκ του ότι αφορά σε θέματα που ανήκουν στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο απορρέει από το άρθρο 652 ΑΚ, το οποίο εκτείνεται στην επιχειρηματική απόφαση αυτού για οικονομοτεχνική αναδιοργάνωση αυτού και της επιχείρησής του».
Με απλά λόγια, η Δικαιοσύνη θεωρεί την υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλειά «νομική διαφορά» ανάμεσα στον εργοδότη και τους εργαζόμενους, ενώ ευθαρσώς δηλώνει ότι είναι στη δικαιοδοσία του εργοδότη να απολύει κατά το δοκούν όταν αποφασίσει να… αναδιοργανώσει την επιχείρησή του.
Αφήσαμε τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, τη γνωστή πλέον εντολή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γιώργου Σανιδά προς τους υφιστάμενους εισαγγελείς, να μεριμνήσουν για την καταστολή των κινητοποιήσεων που γίνονταν τότε ενάντια στην απόλυση συνδικαλιστή του ταξικού κινήματος από την πολυεθνική «Jumbo», ανοίγοντας το δρόμο να χαρακτηρίζονται «εγκλήματα» οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων και του λαού και ανάλογα να μεριμνούν σε βάρος τους οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές.
Το σχετικό έγγραφο του Γ. Σανιδά στάλθηκε στις 16 Φλεβάρη 2009 στους «διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών» στις περιοχές που γίνονταν κινητοποιήσεις έξω από τα «Jumbo» και κοινοποιούταν σε κυβέρνηση και Αστυνομία.
Το έγγραφο ανέφερε επί λέξει: «Διαβιβάζουμε μια ακόμη αναφορά (4η κατά σειρά) με ημερομηνία 1/2/2009 του Συλλόγου Επιχειρήσεων Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος και το συνημμένο σ’ αυτή από 9/2/2009 έγγραφο της εταιρείας JUMBO ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, με τα οποία καταγγέλλονται αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα σε βάρος καταστημάτων της εταιρείας JUMBO από τους σε αυτά (τα έγγραφα) αναφερομένους και παρακαλούμε να ενεργήσετε τα νόμιμα, καθ’ όσον αφορά στα καταγγελλόμενα και τελεσθέντα ήδη στην περιφέρειά σας εγκλήματα, μεριμνώντας για την ταχεία περάτωση της προδικασίας.
Εφιστούμε εξάλλου την προσοχή, όπως σε περίπτωση επαναλήψεως της εκνόμου δραστηριότητας σε βάρος των καταστημάτων της ανωτέρω εταιρείας, μεριμνήσετε για εφαρμογή της αυτοφώρου διαδικασίας κατά των πρωταιτίων των τελουμένων αυτόφωρων εγκλημάτων, ώστε να τύχουν της εννόμου προστασίας που δικαιούνται οι ρηθείσες επιχειρήσεις».
Από το έγγραφο γίνεται καθαρό ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου χαρακτηρίζει «έγκλημα» τη συνδικαλιστική δράση και απαιτεί την ποινικοποίησή της, με διαδικασίες μάλιστα «εξπρές», προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της εργοδοσίας. Επίσης, θεωρούσε προκαταβολικά «τελεσθέν έγκλημα» και «έκνομη δραστηριότητα» κάθε προηγούμενη κινητοποίηση και επί της ουσίας έδινε κατεύθυνση στους δικαστές που θα ασχοληθούν με την υπόθεση να καταδικάσουν τους συνδικαλιστές, όπως έγινε σε πολλές από τις δίκες που ακολούθησαν.
Τέλος, ο εισαγγελέας με το έγγραφό του έδινε το σύνθημα για ένταση της καταστολής σε βάρος συνολικά των αγώνων των εργαζομένων, τους οποίους στοχοποιεί προκλητικά. Με τέτοιες δικαστικές αποφάσεις και εισαγγελικές εντολές, κυβέρνηση και εργοδοσία θα κάτσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για την αναμόρφωση της νομοθεσίας που αφορά στα συνδικαλιστικά δικαιώματα…
Πηγή: Ριζοσπάστης