Ασφαλιστικό: Το βασικό ζήτημα είναι: Θα πληρώσει το κεφάλαιο ή ο λαός;
Στην τελική ευθεία μπαίνει η νέα επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση, καθώς δύο μήνες μετά την κατάθεση του κυβερνητικού σχεδίου, του νόμου – λαιμητόμου, όπως τον αποκάλεσαν οι εργαζόμενοι, μέσα στη βδομάδα αναμένεται η επάνοδος των εκπροσώπων του κουαρτέτου, που μαζί με την κυβέρνηση θα διαμορφώσουν το τελικό νομοσχέδιο.
Ετσι, στο διάστημα που μεσολάβησε και ενώ συνδικάτα, ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι οργάνωσαν την πάλη τους με κύριο αίτημα την απόσυρση του σχεδίου, στον αντίποδα πύκνωσαν οι δημόσιες παρεμβάσεις, δηλώσεις και αρθρογραφία στον Τύπο από τους θιασώτες των ανατροπών, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά ότι αυτή η επίθεση δεν προέκυψε ξαφνικά, έχει «ιστορικό βάθος» και κυρίως ξεκάθαρη ταξική στόχευση.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό το επιχείρημα που ανέσυραν ορισμένοι απ’ αυτούς. Ο ισχυρισμός, δηλαδή, πως αν είχε εφαρμοστεί πριν 15 χρόνια το λεγόμενο «πακέτο Γιαννίτση», τώρα το Ασφαλιστικό θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, δεν θα βρισκόμασταν μπροστά στα σημερινά «αδιέξοδα».
Βέβαια, όταν οι συγκεκριμένοι πολιτικοί, «ειδικοί» επί της Ασφάλισης και δημοσιολόγοι αναφέρονται στην «άσχημη κατάσταση» και στα «αδιέξοδα» του Ασφαλιστικού, καθόλου δεν εννοούν τη δεινή θέση των συνταξιούχων, τις μίζερες πετσοκομμένες συντάξεις, την αύξηση των ορίων ηλικίας, το στραγγαλισμό των παροχών Υγείας που υπήρχαν πριν 15 χρόνια, αλλά το γεγονός π.χ. ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη βρίσκεται στο 16% του ΑΕΠ, το οποίο θεωρούν «έγκλημα», τις «υψηλές» εργοδοτικές εισφορές που στέκονται εμπόδιο στις επενδύσεις και στην «ανάπτυξη» ή την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με υπέρογκα – κατά την εκτίμησή τους – ποσά.
Το επιχείρημα όμως αυτό, η ανάγκη δηλαδή – όπως ισχυρίζονται – να είχε εφαρμοστεί το «πακέτο Γιαννίτση», είναι διαφωτιστικό από μια άλλη σκοπιά.
Πρώτον, επιβεβαιώνει ότι και το νέο χτύπημα στα ασφαλιστικά δικαιώματα των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων, των αγροτών, των επιστημόνων, δεν προέκυψε εξαιτίας των «ειδικών συνθηκών» που διαμορφώθηκαν στη χώρα μας τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, όπως ψευδώς ισχυρίζονται, αλλά απαντά στις βαθύτερες ανάγκες του ίδιου του τρόπου παραγωγής, που βασίζεται στην απόσπαση όσο γίνεται μεγαλύτερου κέρδους από τους πραγματικούς παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου. Και βέβαια, σε συνθήκες παρατεταμένης καπιταλιστικής κρίσης, η επιβολή των αντιασφαλιστικών ανατροπών επιταχύνθηκε.
Δεύτερον, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, στην πράξη το «πακέτο Γιαννίτση» σε όλες τις βασικές παραμέτρους του (αύξηση ορίων ηλικίας, επιβολή της 40ετίας για την πλήρη σύνταξη, μείωση συντάξεων, συγχώνευση Ταμείων με μείωση παροχών, αύξηση των εισφορών των ασφαλισμένων) εφαρμόστηκε πέρα για πέρα. Μάλιστα, μέτρα που επιβλήθηκαν τα χρόνια που ακολούθησαν, ξεπέρασαν σε ταξική σκληρότητα σε βάρος των ασφαλισμένων και το «πακέτο Γιαννίτση».
Τρίτον, αν κάτι κατάφεραν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους, ήταν να φρενάρουν, να καθυστερήσουν την επιβολή του πακέτου. Και αυτό είναι στα θετικά του κινήματος. Οι αγώνες, όμως, που έγιναν ολόκληρη τη 15ετία που μεσολάβησε και λόγω του υπάρχοντος συσχετισμού, που έγινε ακόμα χειρότερος σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, αλλά κυρίως εξαιτίας του προσανατολισμού τους, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την επιδείνωση όλων των παραμέτρων της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Βασικό στοιχείο αυτού του προσανατολισμού ήταν το γεγονός ότι κάτω από την επίδραση του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, τμήματα των εργαζομένων αλλά και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων αποδέχτηκαν ότι το Ασφαλιστικό ήταν ένα ζήτημα «λογιστικό», που μπορούσε να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου» σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις, «εξορθολογίζοντας» το σύστημα και παραμερίζοντας «αδικίες» και «υπερβολές»!
Πλευρά αυτής της αντίληψης ήταν η επίλυση του προβλήματος της «βιωσιμότητας», της εξεύρεσης νέων «πόρων» κ.λπ. Κυβερνήσεις, κεφάλαιο και κυβερνητικός – εργοδοτικός συνδικαλισμός σκόπιμα συσκότισαν την αλήθεια, ότι το Ασφαλιστικό είναι ζήτημα ταξικό. Οτι όπως ακριβώς και στην περίπτωση των μισθών και του εργατικού εισοδήματος, και η Κοινωνική Ασφάλιση είναι σχέση ταξική.
Κάποιοι, οι πολλοί, οι εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες πληρώνουν αλλά δεν απολαμβάνουν τους καρπούς της εργασίας τους. Και οι λίγοι, οι μονοπωλιακοί όμιλοι καρπώνονται τον κοινωνικό πλούτο, ιδιοποιούνται τις εισφορές των ασφαλισμένων, ενθυλακώνουν τα αποθεματικά των Ταμείων, εισφοροδιαφεύγουν, συνεχίζουν στο απυρόβλητο να απασχολούν ανασφάλιστους εργαζόμενους.
Γι’ αυτό, το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, είναι: Ποιος θα πληρώσει για την Κοινωνική Ασφάλιση; Οι ασφαλισμένοι ή η εργοδοσία και το κράτος της; Το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του δεν κρύβουν ότι η Κοινωνική Ασφάλιση, οι συντάξεις, οι παροχές Υγείας, η κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου είναι κόστος. Αυτό το κόστος θεωρούν ότι δεν πρέπει να βαρύνει ούτε τις επιχειρήσεις τους, ούτε βέβαια τον κρατικό προϋπολογισμό, από τον οποίο προσδοκούν έμμεσες και άμεσες ενισχύσεις.
Αν μετά το Μάαστριχτ στα επιχειρήματα υπέρ των ανατροπών στην Κοινωνική Ασφάλιση ήταν πρωτίστως το ζήτημα των «αναλογιστικών ελλειμμάτων» και της ανισορροπίας των συστημάτων λόγω του «δημογραφικού», σε βάθος χρόνου, μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, το Ασφαλιστικό συνδέθηκε ευθέως με τη δημοσιονομική κατάσταση των χωρών της ΕΕ.
Η σύνδεση αυτή ήταν η βάση νομιμοποίησης για τη λήψη άμεσων μέτρων σε βάρος των ασφαλιστικών δικαιωμάτων που είχαν κατοχυρωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Η κατεύθυνση αυτή, μάλιστα, δεν αφορούσε μόνο τη χώρα μας, ούτε χώρες που ήταν σε «προγράμματα δημοσιονομικής πειθαρχίας», αλλά ολόκληρη την ΕΕ. Ετσι, το 2010, δύο μόλις χρόνια μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, η ΕΕ στην «Πράσινη Βίβλο» για τις συντάξεις καθόριζε τη στρατηγική της για την Ασφάλιση ως εξής:
«Το μέγεθος της επιδείνωσης των δημόσιων οικονομικών εξαιτίας της κρίσης ισοδυναμεί με την εξουδετέρωση 20 ετών δημοσιονομικής εξυγίανσης, πράγμα που σημαίνει ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα είναι πολύ ισχυροί την επόμενη δεκαετία. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η κρίση θα ασκήσει περαιτέρω πίεση στη δημόσια συνταξιοδοτική δαπάνη και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, διότι η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται σημαντικά χαμηλότερη, ενώ συγχρόνως υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το πότε θα υπάρξει πλήρης ανάκαμψη».
Ως εκ τούτου, ξεκαθάριζε ότι δεν έφταναν οι μέχρι τότε ανατροπές στα συνταξιοδοτικά συστήματα των χωρών της ΕΕ και ζητούσε νέες: «Επειτα από μια δεκαετία μεταρρυθμίσεων που άλλαξαν τα συνταξιοδοτικά συστήματα των περισσότερων κρατών – μελών, υπάρχει τώρα η ανάγκη να αναθεωρηθεί ριζικά το πλαίσιο της ΕΕ».
Το Φλεβάρη του 2012, η ΕΕ με τη «Λευκή Βίβλο» για τις συντάξεις υπογράμμιζε: «Οι μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων και των πρακτικών συνταξιοδότησης είναι ουσιαστικής σημασίας για τη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της Ευρώπης και πρέπει να γίνουν επειγόντως σε μερικές χώρες, στο πλαίσιο των σημερινών δράσεων για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στα δημόσια οικονομικά.
Δεδομένου ότι οι οικονομίες και οι κοινωνίες των κρατών – μελών γίνονται όλο και πιο αλληλένδετες, η επιτυχία ή η αποτυχία των εθνικών συνταξιοδοτικών πολιτικών και των μεταρρυθμίσεων έχει ακόμη μεγαλύτερες επιπτώσεις πέρα από τα εθνικά σύνορα, ιδίως στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (…) Πράγματι, η επιτυχία των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων στα κράτη – μέλη αποτελεί μείζονα καθοριστικό παράγοντα για την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης…».
Κατά συνέπεια, οι πρόσφατες δηλώσεις Τόμσεν και Ντάισελμπλουμ, που συνδέουν ευθέως τη δημοσιονομική σταθερότητα με τα νέα μέτρα για το Ασφαλιστικό στη χώρα μας, υπηρετούν αυτή ακριβώς τη στρατηγική, που αφορά την ίδια τη «σταθερότητα» της ΕΕ. Δηλαδή, εκείνη τη «σταθερότητα» που θα επιτρέπει στα ευρωπαϊκά μονοπώλια να γίνονται πιο ισχυρά μέσα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, σε βάρος πάντα των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων σε όλες τις χώρες – μέλη.
Η επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση δεν θα έχει ημερομηνία λήξης, ούτε στη χώρα μας ούτε στην ΕΕ. Βασική επιδίωξη παραμένει ο στόχος των «καθορισμένων εισφορών» και όχι παροχών, όπως περιγράφτηκε και με το «Πόρισμα της Επιτροπής Σοφών». Πυρήνας του μοντέλου αυτού είναι η υποχρέωση των ασφαλισμένων να πληρώνουν εισφορές αλλά να μην έχουν κατοχυρωμένες παροχές, πέραν της «εθνικής σύνταξης», δηλαδή ενός προνοιακού επιδόματος κάτω ακόμα και από τα επίπεδα της φτώχειας.
Ιδού πώς ο καθηγητής Πλάτων Τήνιος «θεμελίωσε» για λογαριασμό του κεφαλαίου την αναγκαιότητα αυτού του μοντέλου (εφημερίδα «Βήμα» 10/1/2016): «Εχουμε ένα ασφαλιστικό σύστημα 100% δημόσιο, με παραδοσιακού τύπου συντάξεις καθορισμένων παροχών. Αυτό σημαίνει ότι πληρώνει κάποιος εισφορές τώρα, για να αγοράσει μερίδιο μελλοντικής παραγωγής – μια σύνταξη που ορίζεται ως ποσοστό των μελλοντικών του αποδοχών. Δηλαδή, πριν ακόμα μπουν στα σκαριά οποιαδήποτε σχέδια επενδύσεων, γνωρίζουμε ότι βαθιά στο μέλλον, το 2030 και βάλε, δεσμεύεται προκαταβολικά μεγάλο τμήμα της όποιας παραγωγής υπάρχει τότε, προκειμένου να δοθεί στους συνταξιούχους ως σύνταξη»!
Ξεπερνάμε τον ισχυρισμό ότι δήθεν ο επενδυτής δεσμεύει μέρος της παραγωγής για τις μελλοντικές συντάξεις, αφού στην πραγματικότητα αυτό που δεσμεύεται δεν είναι το κεφάλαιο του καπιταλιστή, ούτε τα κέρδη του, αλλά μέρος του μισθού του εργαζόμενου. Η αξίωση που διατυπώνεται εδώ, είναι ότι ακόμα και γι’ αυτό το μέρος που παρακρατείται από το μισθό του εργαζόμενου υπό τη μορφή των εισφορών του για τη μελλοντική σύνταξη, δεν πρέπει να υπάρχει καμία δέσμευση του κράτους ότι θα του αποδοθεί!
Γι’ αυτό δεν επιθυμούν το σύστημα των «καθορισμένων παροχών», γι’ αυτό ζητάνε την κατάργησή του και την υιοθέτηση του μοντέλου των «καθορισμένων εισφορών». Δηλαδή, ο μισθωτός, ο ασφαλισμένος θα πληρώνει εισφορές, αλλά δεν δίνεται καμία εγγύηση για τις παροχές. Το κεφάλαιο ζητά ένα Ασφαλιστικό όπου το κράτος θα «έχει λυμένα τα χέρια του», δεν θα δεσμεύεται από υποχρεώσεις προς τους μελλοντικούς συνταξιούχους. Ζητά έτσι να έχει για δική του αξιοποίηση όσο γίνεται μεγαλύτερο κομμάτι από τον κοινωνικό πλούτο. Είπαμε, οι συντάξεις είναι βάρος, είναι κόστος, το οποίο δεν πρέπει να το επωμίζεται το καπιταλιστικό κράτος…
Η κυβερνητική πρόταση κινείται ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι ο προθάλαμος του μοντέλου των μη εγγυημένων συντάξεων, που δείχνει το Πόρισμα της «Επιτροπής σοφών».
Η υιοθέτηση της «εθνικής σύνταξης» των 384 ή 360 ευρώ, στην οποία περιορίζεται η κρατική εγγύηση με το κυβερνητικό σχέδιο και οι χαμηλοί συντελεστές υπολογισμού της «ανταποδοτικής σύνταξης», που οδηγούν σε συντάξεις πείνας για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, είναι η αντικειμενική βάση για να στηριχτεί το σύστημα των «τριών πυλώνων».
Δηλαδή, το σύστημα εκείνο που θα περιορίζει την κρατική εγγύηση μόνο στα 360-380 ευρώ και που ανοίγει το δρόμο για τη θεσμοθέτηση των επαγγελματικών ταμείων (2ος πυλώνας) και την ιδιωτική ασφάλιση (3ος πυλώνας), για τους οποίους οι ασφαλισμένοι θα καταβάλλουν εισφορές, χωρίς όμως κανείς να τους εγγυάται αν θα πάρουν και τι θα πάρουν στο τέλος του εργασιακού τους βίου.
Με μια κουβέντα, το κεφάλαιο αξιώνει ένα δημόσιο Ασφαλιστικό πτωχοκομείου και οι εισφορές των ασφαλισμένων να πηγαίνουν στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, που θα αναλάβουν να διαχειριστούν τεράστιους πόρους χωρίς όμως να δεσμεύονται για τις συντάξεις που θα αποδίδουν. Ετσι, όλοι οι ασφαλισμένοι και κυρίως οι νέες γενιές θα βρίσκονται ολοένα και περισσότερο αντιμέτωπες με τα αρπακτικά της ιδιωτικής ασφάλισης, αφού το δημόσιο σύστημα θα έχει υποστεί ακόμα ένα συντριπτικό πλήγμα…
Με δοσμένα τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι ανατροπές και οι περικοπές στο Ασφαλιστικό θα είναι διαρκείς, σε συνδυασμό με όσα ετοιμάζονται να φέρουν στα Εργασιακά, το Φορολογικό κ.ά. Η επίθεση του κεφαλαίου δεν πρόκειται να σταματήσει με την ψήφιση του «νέου ασφαλιστικού μοντέλου» που προτείνει η κυβέρνηση. Πίσω απ’ αυτές τις ανατροπές θα ακολουθήσουν άλλες, αν οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα δεν σφραγίσουν με τους αγώνες και τη συμμαχία τους τις εξελίξεις, παλεύοντας να δημιουργήσουν ρήγματα και τελικά να ανατρέψουν τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης.